- οξύγονον
- ὀξύγονον, τὸ (Α)(πιθ) το φυτό μήκων ροιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξύγονον — Gloss. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύτονος — η, ο (ΑΜ ὀξύτονος, ον) 1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.) 2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο 2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.… … Dictionary of Greek